μωροκακοήθης

μωροκακοήθης
μωροκακοήθης, -ες (Α)
μωρός και συνάμα κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)-* (< μωρός) + κακοήθης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Юстиниан Великий — (Flavius Petrus Sabbatius Justinianus) знаменитый император Восточной римской (Византийской) империи; правил с 527 по 565 г. после Р. Х. Жизнь его теснейшим образом связывается с мировыми событиями его времени и с многоразличными явлениями… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Юстиниан I — Запрос «Юстиниан» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Юстиниан I Великий лат. Iustinianus I Magnus греч. Ιουστινιανός Α ο Μέγας …   Википедия

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… …   Dictionary of Greek

  • μωρόκακος — μωρόκακος, ον (Α)·, μωρός και συνάμα κακός, μωροκακοήθης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + κακός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”